κοκκινοβολώ

κοκκινοβολώ
και -άω
είμαι κατακόκκινος («κοκκινοβολάει ο κάμπος από τις παπαρούνες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + βολώ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. ακτινο-βολώ, μοσχο-βολώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοκκινοβολώ — και κοκκινοβολάω κοκκινοβολισμένος, είμαι κατακόκκινος: Κοκκινοβολάει ο κάμπος από τις παπαρούνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”